- εκκοκκιστήριο
- το και εκκοκκιστήρας, ο1. μηχάνημα με το οποίο γίνεται εκκόκκιση2. εργοστάσιο ή εργαστήριο εκκοκκισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκκοκκιστήριο — το μηχάνημα ή εργοστάσιο εκκόκκισης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek